Πασχαλιά

Πασχαλιά
(σύριγγα η κοινή). Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυές στην ανατολική Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Συναντάται σε πετρώδης περιοχές της βορειοηπειρωτικής Ελλάδας έως τη Θεσσαλία. Είναι γνωστή και πάρα πολύ διαδεδομένη ως καλλωπιστικό φυτό, που καλλιεργείται στους κήπους για την ομορφιά και το άρωμα των ανθών του. Έχει φύλλα ωοειδή καρδιόσχημα, οξέα· τα άνθη είναι μικρά, σωληνοειδή, με 4 λοβούς αντωοειδείς, ιώδη ή λευκά, ευοσμότατα, ενωμένα κατά μεγάλες πυραμιδοειδείς φόβες· ο καρπός είναι κάψα δερματώδης, επιμήκης, δίχωρη, με δύο πτερυγιωτά σπέρματα κατά χώρο. Το χρώμα των λουλουδιών, ημίδιπλων ή διπλών στις καλλιεργούμενες ποικιλίες, είναι επίσης κοκκινωπό, κρεμ ή γαλαζόχρωμο. π. άγρια (melia azedarah). Κοινή ονομασία του φυτού που είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία μελία η αζεδαράχ της οικογένειας των μελιιδών. Είναι δέντρο φυλλοβόλο, που φτάνει τα 12 μ. ύψος, με κορμό σχετικά παχύ και ξερό φλοιό, πυκνά αυλακωτό, φύλλα μακρόμισχα, με πολλά φυλλάρια ωοειδή ή ελλειψοειδή και άνθη σκούρα μπλε. Ο καρπός του είναι δρύπη, σχεδόν σφαιρική, κίτρινη, στο μέγεθος κερασιού. Είναι φυτό ιθαγενές των Ιμαλαΐων και της Ινδίας, αλλά καλλιεργείται και σε άλλες χώρες ως καλλωπιστικό. Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται ευρύτατα σε δεντροστοιχίες και κατά μήκος των σιδηροτροχιών. Είναι δέντρο ανθεκτικό σε χαμηλές θερμοκρασίες και το ξύλο του, καστανό κόκκινο και σκληρό, είναι κατάλληλο για την επιπλοποιία. Το αφέψημα των φύλλων του έχει καθαρτικές ιδιότητες. Ανθισμένο κλαδί πασχαλιάς. Η πασχαλιά λέγεται και σύριγγα η κοινή.
* * *
και Πασκαλιά, η / πασχαλία, ΝΜ [πασχάλιος]
νεοελλ.
1. οι ημέρες τού Πάσχα καθώς και το Πάσχα
2. η εορτή μετά το τέλος κάθε νηστείας και γενικά κάθε ημέρα καλοφαγίας
3. (ως προσηγορ.) η πασχαλιά
βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυτών Μelia azedarach τού γένους μελία καθώς και τού είδους Syringa vulgaris τού γένους σύριγγα
4. φρ. «τής ζωής η πασχαλιά» η ομορφιά τής ζωής, Βιζυην.
μσν.
η περίοδος από το Πάσχα μέχρι την Πεντηκοστή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πασχαλιά — πασχαλιά, η και πασκαλιά, η 1. οι μέρες του Πάσχα. 2. γιορτή μετά την κάθε νηστεία. 3. θάμνος ή δέντρο που ανθίζει στην αρχή της άνοιξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελαιίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων ξυλωδών φυτών η οποία περιλαμβάνει δέντρα, θάμνους, ακόμα και αναρριχώμενα φυτά, της τάξης των λιγουστρωδών. Περιλαμβάνει περίπου 400 είδη των θερμών και εύκρατων περιοχών της Γης και κυρίως της νότιας και ανατολικής… …   Dictionary of Greek

  • πασχάλιος — Όνομα παπών της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας: 1. Π. ο A’. Πάπας (817 824), διάδοχος του Στεφάνου Δ’. Διακήρυξε τα πρωτεία της ρωμαϊκής Εκκλησίας κατά τη φιλονικία των εικονοκλαστών, διατήρησε καλές σχέσεις με τον αυτοκράτορα Λουδοβίκο τον Ευσεβή και… …   Dictionary of Greek

  • Deropolitissa — (Greek: Δεροπολίτισσα, Girl of Dropull) is a Greek polyphonic folk song, popular in the region of Dropull, southern Albania. It is also sung by the rest of the Greeks in Albania, as well as in parts of Greece. Contents 1 Background and popularity …   Wikipedia

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • βότρυς — Το σταφύλι· το σύνολο των ρωγών του σταφυλιού μαζί με τον μίσχο που τις συγκρατεί· το τσαμπί. Στα χρόνια του Βυζαντίου, β. ονομαζόταν η πολυποίκιλτη στολή των βυζαντινών αυτοκρατόρων. (Βοτ.) Β. ονομάζεται ένας τύπος ανθοταξίας, δηλαδή διάταξης… …   Dictionary of Greek

  • κακοπορεύω — 1. (ενεργ και μέσ.) ζω μίζερη ζωή, στερούμαι τα αναγκαία 2. (μτχ.) κακοπορεμένος, η, ον δυστυχής, φτωχός, ταλαίπωρος 3. παροιμ. «ξύσου και κακοπόρεψε, την Πασχαλιά θ αλλάξεις» για όσους ζουν στερημένη ζωή από τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • μοσκοκαρφιά — και μοσχοκαρφιά, η βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού melia azedarach τού γένους melia που είναι γνωστότερο ως πασχαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσκοκάρφι. Ο τ. μοσχοκαρφιά < μοσχοκάρφι] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρφι — και μοσκοκάρφι και μουσκοκάρφι, το (Μ μοσχοκάρφιον και μοσκοκάρφιον και μουσκοκάρφι και μουσκοκάρφιν) 1. αποξηραμένος καρπός τού φυτού Ευγενία η καρυόφυλλος ή Καρυόφυλλο το αρωματικό, κν. γαρίφαλο 2. το άνθος τού φυτού Μελία η αζεδαράχη, κν.… …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”